προγευστρίς

προγευστρίς
-ίδος, ἡ, Α
(ως θηλ. τού προγεύστης)
1. αυτή που δοκιμάζει κάτι από πριν με τη γεύση
2. φρ. «προγευστρὶς ὄσφρησις» — η όσφρηση που δοκιμάζει τα εδέσματα προτού να τά δοκιμάσει η γεύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + γευστρίς (< γεύομαι + επίθημα -τρίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προγευστρίδα — προγευστρίς one who tastes before fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”